- ομφαλεπίδεσμος
- ο1. επίδεσμος που τοποθετείται στο κολόβωμα τού ομφαλού τού νεογνού, μέχρι την απόπτωσή του και την επούλωση τού κολοβώματος2. κηλεπίδεσμος που συγκρατεί στη θέση τους τα κοιλιακά σπλάγχνα τών ατόμων που πάσχουν από ομφαλοκήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + επίδεσμος. Η λ., στον πληθ. ὀμφαλεπίδεσμοι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.